- περδικομάτα
- η женщина с красивыми глазами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περδικομάτα — η (για γυναίκες) αυτή που έχει ζωηρά μάτια, όπως η πέρδικα … Dictionary of Greek